"ΗΝΙΟΧΕΙΝ"
Just another WordPress.com site

Τουρκία – Ευρωπαΐκή Ένωση. Γεωπολιτικά παίγνια της Ευρασίας.

Του Γιάννη Ναστούλη

Η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε είναι άμεσα συναρτημένη με τα γεωστρατηγικά παίγνια των Η.Π.Α και των ηγετικών δυνάμεων της Ε.Ε στην περιοχή της Ευρασίας και της Μέσης Ανατολής. Χωρίς μια ενδελεχή μελέτη αυτού του γεωπολιτικού πλαισίου είναι αδύνατη μια ρεαλιστική προσέγγιση της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας. Αυτό έχει να κάνει με την εξόχως σημαντική της θέση στο γεωπολιτικό περιβάλλον που δημιουργείται μετά την «απώλεια» για τις Η.Π.Α του Ιράν το ’79 και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ δέκα χρόνια αργότερα, κυρίως όμως με τον σχεδιαζόμενο δίκτυο των αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από την περιοχή της Κασπίας.

Και τούτο, βεβαίως, ενταγμένο στους σχεδιασμούς των Η.Π.Α να ελέγξουν την παραγωγή και τη μεταφορά αυτών των φυσικών πόρων από την Κεντρική Ασία στα Βαλκάνια και από εκεί στις αγορές της «Δύσης».

Παράλληλα στο νέο αυτό περιβάλλον δημιουργείται ένας πολυπολικός αστερισμός τον οποίο συναπαρτίζουν η Γερμανία, η Γαλλία, η Αγγλία, η Ρωσία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία και ο οποίος διεκδικεί ένα νέο ρόλο στο διεθνή καταμερισμό ισχύος. Ένα ρόλο, όμως, εν πολλοίς εξαρτώμενο από την αποφασιστική επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών οι οποίες έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν, προς το παρόν, ένα πανίσχυρο πλέγμα εξάρτησης συμφερόντων των δυνάμεων αυτών από την προώθηση των δικών τους ηγεμονικών συμφερόντων.

Σε αυτό το δίκτυο αξιώσεων η Τουρκία εμφανίζεται ως καταλύτης, αφού εκτεινόμενη σε έναν ιστορικό χώρο μεγάλης γεωγραφικής αξίας, προβάλλει ως αξιόλογος περιφερειακός «παίκτης» που διεκδικεί για τον εαυτό του μια αυτόνομη παρουσία στο συσχετισμό ισχύος στην ευρύτερη περιοχή (νεοοθωμανισμός).

Η Τουρκία, πράγματι, ανήκει σε ένα  σημαντικότατο γεωγραφικό σύμπλεγμα που συνδέει τρεις ηπείρους, έχει πρόσβαση σε τρεις ωκεανούς, είναι παράκτιος χώρος τεσσάρων ημίκλειστων θαλασσών (Μεσόγειος, Εύξεινος, Ερυθρά, Περσικός) και δεσπόζει σε πορθμούς και θαλάσσιες διόδους μεγίστης σημασίας για τη θαλάσσια κυκλοφορία (στενά Ορμούζ και Μπαμπ-ελ Μαντέμπ, διώρυγα Σουέζ), από την άλλη, δημιουργεί με τα όμορα κράτη: Ιράν, Ιράκ, Συρία γεωγραφικό σύμπλοκο υψίστης σημασίας α) για τη διέλευση σπανίων ενεργειακών κοιτασμάτων και β) για τη διατήρηση της ισλαμικής ζώνης ασφάλειας νοτίως της Ρωσίας. Ελέγχει τη ροή των υδάτων του Τίγρητος και του Ευφράτη προς τα εδάφη της Συρίας και του Ιράκ, ενώ από αμυντικής-στρατηγικής πλευράς αυξάνει τις μετοχές της στη συνείδηση του αμερικανικού κατεστημένου από το γεγονός ότι προσφέρει στρατιωτικές και αεροπορικές βάσεις στις Η.Π.Α και στο Ισραήλ 1.

Έτσι δεν είναι καθόλου αξιοπερίεργο, πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να εμβάλλει ιδέες συνομωσίας που ανάγονται στο χώρο του μεταφυσικού, που η Τουρκία καθίσταται καθοριστικός κόμβος του γεωπολιτικού άξονα (rimland) της Εγγύς Ανατολής, ενός χώρου στον οποίο, αδιαμφισβήτητα, διακυβεύονται ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα. Όμως παρά τη συνεχιζόμενη σημασία της η Τουρκία παραμένει μια ασταθής χώρα σε όλο το εύρος του οικονομικού-πολιτικού και κοινωνικού της ιστού πράγμα που την καθιστά ανίκανη να επιφέρει μείζονες αλλαγές στην περιφερειακή κατανομή ισχύος, εμβάλλοντας στις ατλαντικές ελίτ την ιδέα ότι μια πιθανή ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε αφ’ ενός θα διασφάλιζε το καθεστώς από τις εγγενείς αδυναμίες και αντιφάσεις του, αφ΄ετέρου, και κυρίως, θα ενίσχυε την επιρροή των Η.Π.Α στις υποθέσεις του, σ’ αυτές της Ε.Ε κατ’ επέκταση και φυσικά της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.

Αναμφίβολα η Τουρκία είναι από γεωστρατηγική σκοπιά «extraordinary important» 2 για τις Η.Π.Α, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο. Η στρατηγική της θέση την καθιστά ουσιώδη διεθνή δρώντα αναφορικά με ένα ευρύ φάσμα συμφερόντων και κυρίως σε μια περιοχή παραπαιουσών δημοκρατιών, τρομοκρατίας, εθνικών συγκρούσεων, προβάλλει ως το μόνο δημοκρατικό, λαΐκό (secular) έθνος, το οποίο αντλεί τα πολιτικά του μοτίβα από τη «Δύση».

Το σημείο αυτό ακριβώς αναδεικνύει για τις Η.Π.Α την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε ως αμέσου προτεραιότητας. Η ένταξη θεωρείται ως ο μόνος τρόπος να αποσυντεθεί ο ισλαμικός φουνταμενταλισμός από την τουρκική πολιτική και να προβάλλει η Τουρκία μια σύγχρονη κοσμική εικόνα του Ισλάμ, σε ολόκληρη την τουρκογενή εθνογλωσσική ζώνη, από τον Καύκασο μέχρι την Κίνα, και από την άλλη, να προσφέρει στις Η.Π.Α ένα εναλλακτικό μοντέλο ισλαμικής δημοκρατίας προς εξαγωγήν στο θεοκρατικό-σιιτικό Ιράν ή αλλού, ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001.

Με το να «βάλλουν» την Τουρκία στην Ε.Ε, το συντομότερο δυνατόν, οι Η.Π.Α θεωρούν ότι εξασφαλίζουν αφ’ ενός την υποστήριξη της τουρκικής πολιτικής απέναντι σε κράτη «παρίες» στη Μέση Ανατολή, αφ’ ετέρου, σε συμπαράταξη με τη Βρετανία, τον έλεγχο της ίδιας της Ε.Ε-Γερμανίας στις υποθέσεις της Μ.Ανατολής και της κεντρικής Ασίας και το σπουδαιότερο, εξασφαλίζουν ένα ισχυρό πολιτικό χαρτί απέναντι στο γαλλογερμανικό μέτωπο, και γιατί όχι, απέναντι σε μια δυνητική Ευρω-Ρωσο-Κινεζική σύμπραξη.3

Παράλληλα μια ακόμη σημαντική προσδοκία των Η.Π.Α, είναι η «ουδετεροπίηση» της Τουρκίας. Με τη συμμετοχή της σε ένα μηχανισμό οικονομικής ευμάρειας, πολιτικής σταθερότητας και πολιτισμικής ηγεμονίας οι Η.Π.Α απονευρώνουν τον ακτιβισμό του πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου και αμβλύνουν τις εθνοτικο-κοινωνικές και θρησκευτικές διαφορές στο εσωτερικό της. Μια τέτοια «κατοχύρωση» της Τουρκίας, λύνει τα χέρια των Η.Π.Α ώστε να «παίξουν» γεωπολιτικά, απαλλαγμένες από το γεωστρατηγικό της βάρος, να λύσουν το πρόβλημα του Ιράν, να «περάσουν» τη δημιουργία κουρδικού κράτους στο βόρειο Ιράκ, έχοντας πείσει την Τουρκία ότι μια τέτοια εξέλιξη δε συνιστά για την ίδια μια υπόθεση μηδενικού αθροίσματος.

Αλλά το σημαντικότερο επιχείρημα για τους σχεδιαστές της αμερικανικής πολιτικής είναι αυτή καθαυτή η ένταξη της στην Ε.Ε. Με αυτό οι Η.Π.Α εξασφαλίζουν ένα πιστό-υπο αμφισβήτηση πλέον-σύμμαχο, με τον οποίο έχουν αναπτύξει ομοιογενή, εν πολλοίς, αντανακλαστικά, με κοινούς κώδικες επικοινωνίας και με ένα δίκτυο οικονομικών και στρατιωτικών σχέσεων που έχουν οικοδομηθεί στην πορεία του χρόνου. Οι Αμερικανοί, ως θέσει ηγεμονική υπερδύναμη, είναι αρκετά εθισμένοι σε μια «καχύποπτη» ανάγνωση των γεωπολιτικών δρώμενων για να μη λαμβάνουν υπόψη τους, το έστω ασταθές, αίτημα των Ευρωπαίων για πολιτική και στρατιωτική ενοποίηση. Η Τουρκία, εδώ ακριβώς, μπορεί να «παίξει» ως μέσο διεμβολισμού των γαλλογερμανικών και ρωσοκινεζικών σχεδιασμών στην Ευρασία, όπως ήδη είπαμε. Μια Τουρκία, εν είδει νεοταξικού εμφυτεύματος, συντεταγμένη από κοινού με τη Βρετανία και με τις άλλες, φίλα προσκείμενες, χώρες, για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά, σε ένα «αντιευρωπαΐκό» εντός Ευρώπης άξονα, θα μπορούσε να ελέγξει μια τροπή της Ε.Ε στην κατεύθυνση της αμφισβήτησης της αμερικανικής ηγεμονίας.

Το «ρήγμα» Η.Π.Α-Ευρώπης

Η δημιουργία μιας πραγματικά ενιαίας Ευρώπης σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, θα δημιουργούσε μια σημαντική μετατόπιση της παγκόσμιας κατανομής ισχύος, με τεράστιες συνέπειες για τη θέση των Η.Π.Α. στον κόσμο και για την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρασία. Εξέλιξη, που θα προκαλούσε αναπόφευκτη ένταση και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Ωστόσο, μια τέτοια εκδοχή εξαρτάται από το βάθος και το βαθμό που η Ευρώπη αναπτύσσει την πολιτική και αμυντική της ταυτότητα. Βεβαίως, προς το παρόν, τούτο είναι θεωρητικό μόνο ενδεχόμενο. Η Ευρώπη, παρά την οικονομική της δύναμη, τη σημαντική δημοσιονομική της ολοκλήρωση αποτελεί de factο ένα στρατιωτικό προτεκτοράτο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η συμμαχία (Ν.Α.Τ.Ο.) δε λειτουργεί με ίσους όρους. Υπάρχει μια τόσο έντονη ασυμμετρία δυνάμεων, τέτοια ώστε, το μόνο δυνατό ενδεχόμενο είναι να αυξηθεί περαιτέρω υπέρ των Η.Π.Α.4 Είναι τόσο πρωτοφανής η προβολή της αμερικανικής ισχύος και η τεχνολογική της πρωτοπορία σε τομείς όπως η βιοτεχνολογία και η πληροφορική, ώστε είναι απίθανο για την Ευρώπη να καλύψει, στο εγγύς μέλλον, τη διαφορά της με τις Η.Π.Α. Το περισσότερο που μπορεί να συμβεί είναι μια πολιτειακή οργάνωση και συνάμα μια σημαντική, σε παγκόσμιο επίπεδο, ενιαία οικονομία (ακόμη και αυτή η «σταθερά» δοκιμάζεται από την παρούσα κρίση), που όμως ως πολιτειακή οργάνωση δε θα διαθέτει τη συναισθηματική και ιδεαλιστική αφοσίωση όπως θα εκφραζόταν σε μια πολιτική αξία καθολικής ισχύος  που θα παρείχε ένα φιλοσοφικό άλλοθι και ένα ελκυστικό αναγνωριστικό στοιχείο ενός έθνους – κράτους.5 Η Ε.Ε. δεν μπορεί να υπερβεί τον οικονομικό ρεαλισμό, όπως εκφράστηκε ιδρυτικά στη συνθήκη της Ρώμης το 1957, Οι πολιτειακές μορφές που δικαιώνουν την ύπαρξή τους σε οικονομικά προτάγματα μπορούν μεν να δημιουργήσουν μια κοινότητα ισότιμης συμμετοχής, όχι όμως και τις αναγκαίες εκείνες ηθικο-ιδεαλιστικές προσηλώσεις στην έννοια της πατρίδας. Ποιος, αλήθεια, Ευρωπαίος θα θυσίαζε τη ζωή του για την ευρωπαΐκή πατρίδα της οποίας τα «δίκαια» διακυβεύονται στα σύνορα της Τουρκίας π.χ από τους Κούρδους του Β. Ιράκ;

Πέραν, όμως, του πραγματισμού που διέπει τις αμερικανικές θέσεις για Την Ε.Ε, οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν πάντα με μια «αφελή» αθωότητα την επιθυμία των Ευρωπαίων για αυτόνομη διεθνή παρουσία. Αυτό έχει να κάνει με το κοινό φαντασιακό υπόστρωμα, το κοινό σύστημα αξιών και την κοινή πολιτειακή τους θέσμιση. Οι Αμερικανοί δεν έχουν ξεχάσει ότι είναι έθνος προσφύγων. Ότι αποτελούν απόγονο μιας συγκεκριμένης νησιωτικής δύναμης η κληρονομιά της οποίας είναι εμφανής στις πολιτικές δομές, στους μηχανισμούς Δικαίου, στις πολιτικές ελευθερίες, στη γλώσσα.

Αλλά και πιο ρεαλιστικές προσεγγίσεις πιστοποιούν ότι ο φόβος για την ανεξαρτητοποίηση της Ευρώπης είναι υπερβολικός,6 πρώτον γιατί η διατλαντική σχέση αποτελείται από ένα ευρύ δίκτυο επικαλυπτόμενων πολυμερών διαύλων επικοινωνίας και διαβουλεύσεων, που έχουν οικοδομηθεί σε μια διαχρονία και, που σε τελική ανάλυση, κατοχυρώνουν την επιρροή των Η.Π.Α. επί της Ευρώπης7, δεύτερον, γιατί η ιστορία των σχέσεων Η.Π.Α.-Ευρώπης έχει αναδείξει ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο , την καχυποψία της Ουάσιγκτον, σε κάθε εγχείρημα εμβάθυνσης, διαδέχεται η συνειδητοποίηση ότι τέτοιες κινήσεις είναι auto da fait της Ευρώπης στον ατλαντικό δεσμό, τρίτον, γιατί οι Ευρωπαίοι πολύ δύσκολα θα θυσίαζαν τις πρόνοιες του κοινωνικού τους κράτους για χάρη των αμυντικών τους δαπανών, τέταρτον, γιατί ο ρόλος της Ευρώπης δεν γίνεται αντιληπτός ως μηχανισμός συσσώρευσης και προβολής ισχύος, αλλά κατά το μάλλον ή ήττον, μέσο ελέγχου και αποτροπής της γεωπολιτικής ισχύος εντός της.

Σε τελική ανάλυση, μια «ολιστική» οπτική ενός «καχύποπτου» εταίρου, όπως οι Η.Π.Α, δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι η Ε.Ε υπό την καθοδήγηση της Γερμανίας και της Γαλλίας, έχει αναδυθεί ως οικονομικός πλανητικός γίγαντας, που αμφισβητεί, τουλάχιστον, την εμπορική κυριαρχία των Η.Π.Α, ότι η Γερμανία οδηγεί την ευρωπαΐκή «λοκομοτίβα» και μαζί με τη Ρωσία και την Κίνα έχει σημαντική παρουσία στον ευρασιατικό ανταγωνισμό για τους ενεργειακούς πόρους, δεν μπορεί να λησμονεί ότι η Γερμανία προωθεί από την αρχή της δεκαετίας του ’90 μια ρωμαλέα εξωτερική πολιτική στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια8 και ότι στο πλαίσιο αυτό, η υπό την ηγεσία της Γερμανίας διεύρυνση προς ανατολάς και προς νότο, οργανώθηκε στο γεωπολιτικό άξονα μιας οικονομικής πλέον drag nach osten και τούτο είναι απολύτως ευδιάκριτο για τα γεωστρατηγικά think tank των Η.Π.Α. Το κρίσιμο στοιχείο για τους Αμερικανούς δεν είναι να ακυρώσουν τη διεύρυνση ή τη διείσδυσης του γερμανικού παράγοντα-άλλωστε ούτε επιθυμούν, ούτε μπορούν να είναι μόνες-αλλά το πώς η διαδικασία αυτή θα παραμένει υποταγμένη στα στρατηγικά τους συμφέροντα, υποστασιοποιώντας το δόγμα του Λόρδου Ismay: Η Αμερική μέσα, η Ρωσία έξω και η Γερμανία κάτω». Και ο καλύτερος τρόπος να διασφαλιστεί αυτό είναι να εμποδιστεί η Ε.Ε να επιτύχει την πολιτική και αμυντική της ενοποίηση. Η στοχοποίηση της Ελλάδας και εν γένει της ομάδας των αποκαλούμενων P.I.G.S από κοινού από τη Γερμανία και τους «ατλαντικά» ελεγχόμενους πιστωτικούς κολοσσούς δείχνει ότι η αποδόμηση της Ε.Ε δεν είναι απίθανη.

Η Τουρκία στη Ε.Ε. Κίνδυνος και ευκαιρία

Στη δεκαετία του ’90, ως επακόλουθο των διεθνών δονήσεων που συνόδευαν το τέλος του ψυχρού πολέμου, αποκρυσταλλώθηκε στη Ε.Ε η πεποίθηση της αυξανόμενης στρατηγικής σημασίας της Τουρκίας. Για τους Ευρωπαίους η Τουρκία είναι μια περιφερειακή δύναμη στο επίκεντρο μιας περιοχής με αυξανόμενη αστάθεια. Παράλληλα η ίδια «σαφώς» επιθυμεί να ευθυγραμμιστεί με δυτικά πρότυπα οικονομίας και κοινωνίας, και ως εκ τούτου εμπεδώνεται στη στρατηγική σκέψη της Ευρώπης ότι η χώρα αυτή δεν πρέπει να αγνοηθεί στο σχεδιασμό της Νέας Τάξης πραγμάτων. Ειδικά μετά την κρίση στο Κόσοβο9 και την ανάδειξη με τραυματικό τρόπο των αδυναμιών του αμυντικού βραχίονα της ΕΕ πολλοί αναλυτές θεώρησαν την Τουρκία ως αναπόσπαστο φορέα στο σύστημα ευρωπαΐκής ασφάλειας10, εφόσον οι στρατιωτικές της δυνατότητες είναι προφανείς11. Αν σε αυτό προστεθούν οι οικονομικές ευκαιρίες που προσφέρει η αγορά της για εξαγωγές και επενδύσεις, γίνεται φανερό το γιατί οι πολιτικές ελίτ της Δύσης επιθυμούν μια επανατοποθέτηση της σχέσης Ε.Ε – Τουρκίας στην προοπτική της πλήρους ένταξης της δεύτερης στις δομές της πρώτης. Πρέπει να προσεχτεί στο σημείο αυτό ότι οι όποιες αντιστάσεις στην πλήρη ένταξη, τόσο από την πλευρά σημαντικών εταίρων (Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία κ.λ.π), όσο και από εγγενείς δυνάμεις του τουρκικού καθεστώτος δεν είναι ορθό να ερμηνευτούν στη βάση του πολιτικού μανιχαΐσμού, άλλά ως πολυδύναμη και εντόνως ενδεχομενική διαδικασία ενσωμάτωσης.

Δεν πρέπει να διαφύγει ότι κάθε διεύρυνση της ΕΕ, σε προτελευταία, εσαεί, ανάλυση, αποτελεί μια μορφή νεοαποικισμού στο βαθμό που οι Βρυξέλλες εξάγουν ενωσιακές μεθόδους οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης μέσω αυτού που αποκλήθηκε «πολιτική της αιρεσιμότητας» (conditionality Principle)12. Με άλλα λόγια η διεύρυνση αποτελεί άσκηση ισχύος, μεθόδευση από την οποία δεν εξαιρείται και η Τουρκία της οποίας, άλλωστε, η ένταξη υποστηρίζεται για λόγους που σχετίζονται με τον ιμπεριαλιστικό-νατοΐκό αταβισμό των νεοταξικών δυνάμεων13, όπως είπαμε. Είναι ανάγκη να γίνει κατανοητή η οικονομική φύση της ΕΕ εις τρόπον ώστε από τη μια να ασκεί αυτοτελή πολιτική ισχύος και από την άλλη να υπηρετεί τον μετασχηματισμό της σε διεθνές υβρίδιο καπιταλιστικής υπεραγοράς και ως τέτοια να αυτομηδενίζει τον στρατηγικό της στόχο περί πολιτικής ενοποίησης.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ερμηνείας η απροθυμία των τουρκικών ελίτ να ενσωματώσουν το ευρωπαΐκό κεκτημένο, επιτείνει ισοβαρώς τον σκεπτικισμό των ευρωπαΐκών ελίτ. Ήδη η δεκάχρονη διαδικασία ένταξης έχει φτάσει σε οριακό σημείο: μόνο έντεκα από τα 35 κεφάλαια έχουν ανοίξει και μόνο ένα έχει κλείσει14, οι τελευταίες εκθέσεις της ευρωπαΐκής επιτροπής επισημαίνουν σε όλους τους τόνους ότι ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων δε συνάδει με τις προσδοκίες της ΕΕ. Η Τουρκική οικονομία παρά τη σκληρή δημοσιονομική πολιτική που ακολούθησε μετά την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF), τη γρήγορη αναδόμηση του τραπεζικού τομέα και γενικότερα τις μεταρρυθμίσεις που θα έθεταν τη χώρα σε διαδικασία αποδόμησης του υπάρχοντος συστήματος, παραμένει ευάλωτη τόσο στις διεθνείς αναταράξεις, όσο και σε εκείνες που σχετίζονται δομικά προβλήματα15 (παραοικονομία, δημοσιονομική απειθαρχία, γραφειοκρατία, ισχυρή παρουσία του στρατιωτικοπολιτικού κατεστημένου, την ύπαρξη ενός λούμπεν ισλαμικού προλεταριάτου), πράγμα που εμβάλλει ανησυχία στην Κομισιόν για το βαθμό ανταπόκρισης της τουρκικής οικονομίας στα αυξημένα φορτία ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ. Βεβαίως οι Ερντογκάν-Νταβούτογλου διακηρύσσουν τη σταθερή τους δέσμευση στην πορεία ένταξης λέγοντας εμφατικά ότι κάθε συζήτηση περί του αντιθέτου είναι απλώς διανοητική άσκηση και πως οι όποιες καθυστερήσεις πρέπει να αποδοθούν στην εσωτερική σύγκρουση με το συντηρητικό κεμαλικό καθεστώς, όπως αδιάψευστα έδειξαν η παρακρατική δράση της εργκένεκον και η υπόθεση μπαλιούζ (βαριοπούλα) και σίγουρα η ενεργειοβόρα διαχείριση του κουρδικού.

Βεβαίως οι γνωρίζοντες «Τουρκία», ξέρουν πολύ καλά ότι η Τουρκία διαρκώς μεταρρυθμίζεται και διαρκώς μένει η ίδια. Από την εποχή του Χάτι ι χουμαγιούν στα μέσα της δεκαετίας του 1830 (19ος αι!) μέχρι σήμερα η χώρα αυτή βιώνει ένα αδιάλειπτο τανζιμάτ το οποίο εκφράζεται εμμονικά εντός ενός κλειστού θεσμικού κύκλου με μοχλό τις ένοπλες δυνάμεις, τη γραφειοκρατία, τη δικαιοσύνη και υπομόχλιο τα νομιμοπαράνομα ισλαμικά τάγματα (tarikat). Δεν έχει υπάρξει ούτε ένα ανώτερο κυβερνητικό στέλεχος που να μην ανήκε σε κάποια ισλαμική αδελφότητα, από τον ακραιφνή ισλαμιστή Ερμπακάν έως τον εξίσου ακραιφνή εθνικιστή Τουρκές και ολόκληρη την κεντρώα ισλαμοκεμαλική γκάμα πολιτικών. Εκκοσμίκευση και ισλαμισμός είναι οι δύο ιδρυτικές συνιστώσες από την ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας μέσα από τα κινήματα των δυτικοτραφέντων νέων οθωμανών (μέσα 19ου) και των παντουρκικών απόψεων του Γκιοκάλπ, την ίδια περίοδο, που μπόλιασαν το νεοτουρκικό κίνημα. Ακόμη και η κατάργηση του χαλιφάτου και οι απηνείς διώξεις της θρησκείας από τον Κεμάλ ουδέποτε αμφισβήτησαν τον ισλαμικό χαρακτήρα της χώρας αυτής. Μάλλον πρέπει να οδηγηθούμε στη θεωρία της αναδιάταξης δυνάμεων. Ποτέ η Τουρκία δεν έπαψε να είναι ένα κεντρικό κράτος της ισλαμικής συνδιάσκεψης και ταυτόχρονα εντός των πιο καθαρών ευρωατλαντικών θεσμών.

Ειδικά σήμερα σε ένα κόσμο που μεταβάλλεται επιταχυνόμενα από τη δομική κρίση του νεοφιλελευθερισμού θα ήταν πολιτική αβελτηρία να παραγνωριστεί η νέα εκδοχή του ισλαμοκεμαλισμού. Άλλωστε η ίδια η Τουρκία φροντίζει προς πάσα κατεύθυνση να διαμηνύει ότι δεν είναι μια χώρα στις «παρυφές» της Ευρώπης, αλλά το κράτος καρδιά της ευρασίας, με αυξανόμενη οικονομική διείσδυση στην κεντρική Ασία, στον Καύκασο κ.λ.π, που υλοποιεί τον ευρασιατικό και συνάμα νεοοθωμανικό στόχο που ο Νταβούτογλου ορίζει ως «στρατηγικό βάθος»16. Με όλους τους τρόπους η Τουρκία προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι μια ηγεμονική secular δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου (sic), ένας αυτόνομος πόλος ισχύος από τα Βαλκάνια (ισλαμικό τόξο) μέχρι το Σικιάγκ, το ανατολικό σύνορο της τουρκικής εθνότητας.

Είναι φανερό ότι η πολιτική της αυτή την καθιστά απαραίτητη στον γεωπολιτικό άξονα της δακτυλίου ζώνης (rimland). Όσο όμως επικίνδυνη θα ήταν η υποτίμηση της προΐούσας ενδυνάμωσης της Τουρκίας, άλλο τόσο λανθασμένη θα ήταν η θεώρηση δυνητικών ικανοτήτων ως πραγματικών, εφόσον η παγίωση μιας διεθνούς ηγεμονίας είναι μια πολυεπίπεδη και μακρά διαδικασία που απαιτεί ισχυρότατη ηγεμονία και παγιωμένη συναίνεση στο εσωτερικό και, βεβαίως, κανένα εκ των δύο δεν έχει επιτευχθεί. Αφενός ο καταστατικός καιροσκοπισμός του καθεστώτος που ανάγεται στον ιδιότυπο γενετικό συγκρητισμό του οσμανικού κράτους (τουρανικές και δάνειες βυζαντινές δομές εξουσίας, νομιμοποιημένες στο ισλάμ. Θέμα άλλης συζήτησης) και αφετέρου το αυτοκρατορικό της φαντασιακό-και δικαίως αφού όσο η Τουρκία δεν επεκτείνεται κινδυνεύει- την φέρνουν αντιμέτωπη με την υπερδύναμη, που «φοβάται» τον άξονα Τουρκίας – Ιράν που διαρρυγνύει τον αντιβαλιστικό εγκιβωτισμό του Ιράν, την όψιμη «φιλία» με τη Ρωσία (στην πραγματικότητα τακτικού χαρακτήρα. Η Τουρκία θα είναι πάντα στρατηγικός εχθρός για τους Ρώσους), την επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ, που καταργεί το στρατηγικό του βάθος (ποτέ δεν θα ξαναγίνουν όπως πριν) και πάνω από όλα η απαγόρευση διέλευσης της 4ης μεραρχίας στον πόλεμο με το Ιράκ που έχει καταγραφεί ανεξίτηλα στη θεσμική μνήμη των Η.Π.Α και αποδεικνύει στους Αμερικανούς ότι η Τουρκία έχει δική της αντζέντα.

Η διεθνής συγκυρία επιτάσσει, όσο ποτέ τα τελευταία 20 χρόνια, να τεθεί επί τάπητος το βαρυσήμαντο αίτημα, σοβαρών διανοουμένων και πολιτικών, του επαναπροσδιορισμού της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Είναι προς το συμφέρον της Ε.Ε η εκροή (κοινοτικές επιδοτήσεις) 25 δις. Ευρώ από τα ταμεία των Βρυξελλών και εν μέσω κρίσης; Πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη στις βαρύτατες δημογραφικές, ανρωπογεωγραφικές, γεωπολιτισμικές επιπτώσεις μιας τουρκικής ένταξης (10.000.000 – 20.000.000 μουσουλμάνοι μετανάστες εξ Ανατολίας); Ποιο ιδεολόγημα περί political correctness θα δικαιολογήσει στους ευρωπαΐκούς λαούς τον ενταφιασμό του ονείρου της πολιτικής ένωσης και του κοινού αισθήματος του ανήκειν; Με ποιους ψυχολογικούς μηχανισμούς θα μετασκευαστεί το ριζικό φαντασιακό λαών που οικοδόμησαν την ταυτότητά τους ακριβώς στην αντιπαραβολή με τον «αιώνιο Τούρκο» – Άλλο; Ποια το όρια αντοχών των ηγεμονικών ευρωπαΐκών δυνάμεων στην επιβολή του δημογραφικού όγκου και του ανάλογου ειδικού βάρους της Τουρκίας στα ευρωπαΐκά όργανα, στην αναβάθμιση της σε ενδο-ευρωπαΐκή υπερδύναμη, στη μετατροπή της Ε.Ε σε μια ευρω-ισλαμική ζώνη ελεύθερου εμπορίου Eurabia, στη μείωση του γεωπολιτικού και γεωπολιτισμικού ισοζυγίου σε βάρος της; Τέλος και κυρίως ποια θα είναι η θέση της Ελλάδας (και της Κύπρου) απέναντι σε μια δραματική αύξηση της διαφοράς δυναμικού σε βάρος μας;

Σημειώσεις

  1. Μάζης Ι. «Γεωπολιτική θεωρία και πράξη» σ.135 εκδ. Παπαζήση
  2. Αθανασόπουλου Ε. άρθρο στο συλλογ. Έργο «Η σύγχρονη Τουρκία» σ.375 εκδ. Παπαζήση
  3. Φούσκα Β. «Ζώνες πολέμου, σ.239 εκδ. Παπαζήση
  4. Brzezinski S. «Η γεωστρατηγική τριάδα», σ.51, εκδ. Τσακαλογιάννη
  5. Brzezinski S. οπ σ.53
  6. Nay N. άρθρο στο συλλογ. «Η ευρωπαΐκί πολιτική άμυνας και ασφάλειας σε σταυροδρόμι» σ. 37
  7. Kupcham C. A άρθρο οπ σ. 96
  8. Εν πολλοίς το οικονομικό «θαύμα» της Ε.Ε. οφείλεται στο γεγονός ότι οι αμυντικές δαπάνες ακολουθούν φθίνουσα πορεία. Λιγότερο του 2% του προΰπολογισμού
  9. Η αμερικανική επέμβαση στο Κόσοβο έγινε ουσιαστικά για τον έλεγχο της σημαντικής διόδου πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθως επίσης της στρατηγικής γέφυρας μεταξύ δυτικής και ανατολικής ευρασίας. Η αποκατάσταση της αμερικανικής ισχύος στα Βαλκάνια συνιστά, συν τοις άλλοις, και ανάχωμα στη γερμανική επέκταση προς νότον.
  10. Στον αντίποδα ο αποκλεισμός ενός τέτοιας σημασίας παράγοντα από τις δομές της ευρωπαΐκής ασφάλειας θα συνεπαγόταν κινδύνους, ενώ η ενσωμάτωσή του θα επέτρεπε στην Ε.Ε να αξιοποιήσει τη γεωπολιτική της αξία. Κατά την M.M Bac, έκθεση Hurd βλ. αρθ. Καζάκου Π. «Η ευρωπαίκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας σε σταυροδρόμι» ο.π. σ. 348 η γεωγραφική αξία της Τουρκίας σχετίζεται με το ρόλο της στρατιωτικής βάσης του Ιncirlic και την εγγύτητά της με εμπόλεμες ζώνες, το Ισραήλ, παλαιστήνη, Αίγυπτο στα πλαίσια της ευρωμεσογειακής συνεργασίας (διαδικασία Βαρκελώνης), φυσικά με τα Βαλκάνια και τη ραγδαία εξέλιξή της σε τερματικό ενεργειακό σταθμό.
  11. Κατά την M.M. Bac «Ο ρόλος της Τουρκίας στην ΚΕΠΠΑ» συλλ. ο.π. σ. 150 η Τουρκία έχει το δεύτερο σε μέγεθος στρατό του Ν.Α.Τ.Ο με τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες, διαθέτει τον 6ο μεγαλύτερο μόνιμο στρατό στον κόσμο και είναι ο μεγαλύτερος αποδέκτης συμβατικών όπλων μετά την Ταΐβάν και τη Σαουδική Αραβία.
  12. Γουλιάμου Κώστα άρθ.Monthly Review Ν61 Ιανουάριος 2010 σ. 18
  13. Γουλιάμου ο.π σ.18
  14. Αλειφαντή Στέλιου Monthly Review ο.π σ.5
  15. Forost “EU Member Turkey. Preconditions, conceqenes and integration alternatives”. Wolfgang Quasier-Steve Wood Forost Arbeitspapier Nt 25 Octomber 2004
  16. Γουλιάμου ο.π. σ. 20

Χωρίς σχόλια to “Τουρκία – Ευρωπαΐκή Ένωση. Γεωπολιτικά παίγνια της Ευρασίας.”

Σχολιάστε